- σπυριάζω
- Ν [σπυρί]1. γεμίζω το δέρμα κάποιου με σπυριά, με εξανθήματα2. (αμτβ.) α) βγάζω σπυριά, καλύπτομαι από εξανθήματαβ) (για καρπό) υπερωριμάζω, γεμίζω σπόρους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σπυριάζω — σπύριασα, σπυριασμένος, βγάζω σπυριά: Σπύριασε όλο του το πρόσωπο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κουκουδιάζω — [κουκούδι] σπυριάζω … Dictionary of Greek
σπύριασμα — το, Ν [σπυριάζω] το να έχει ή να γεμίζει κανείς σπυριά … Dictionary of Greek